ανακλητήριος

ανακλητήριος
-ια, -ιο (Α ἀνακλητήριος)
1. αυτός που προκαλεί ανάκληση*, επιστροφή, επάνοδο
2. αυτός που επισημοποιεί ακύρωση, ο ακυρωτικός
αρχ.
ἀνακλητήρια, τα
γιορτή που γινόταν κατά τη στέψη βασιλέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκληση(-ις). Η λ. ανακλητήριος με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα «Αιών» (ανακλητήρια γράμματα πρέσβεως)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανακλητήριος — α, ο αυτός με τον οποίο γίνεται η ανάκληση: Στάλθηκε στον πρεσβευτή το ανακλητήριο έγγραφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακλητικός — ή, ό 1. ανακλητήριος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., το ανακλητικό το βραδινό σάλπισμα για την επάνοδο των στρατιωτών στους στρατώνες τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”